προσήκεις

προσήκεις
προσήκω
to have come
pres ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”